-
1 кость
-и, προθτ. о кости, в -й, γεν. πλθ. -и θ.1. κόκκαλο, οστό•-и конечностей τα κόκκαλα των άκρων•
рыбная кость το ψαροκόκκαλο•
бедренная кость μηριαίο οστό, μηρικό κόκκαλο•
берцовая кость το κνημιαίο οστό•
лучевая -(ανατ.) κερκίδα•
грудная кость το στέρνο•
-и павших τα οστά των πεσόντων•
слоновая кость ελεφαντοστό.
2. πλθ. -и τα ζάρια, τα κότσια•игри в -и το μπαρμπούτι•
игральные -и τα ζάρια•
играть в -и παίζω τα ζάρια.
|| πούλι, πεσσός.3. πλθ. -и πεσσοί (πούλια) αριθμητηρίου.εκφρ.белая кость – επιφανής καταγωγή, από σόι•чрная кость – άσημη καταγωγή•дворянская кость – ευγενική καταγωγή•до -и – μέχρι το κόκκαλο•кожа да -и – πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)•одни -и – μόνο κόκκαλα (κάτισχνος)•широкая -; широк -ью ; широк в -и – θερίος άντρας, άντρακλας• (για γυναίκα) γυναικάρα•стоить -ью в горле ή поперёк горла – μού κάτσε κόκκαλο στο λαιμό ή μού κάτσε καρφί στο μάτι (μεγάλο εμπόδιο ή πολύ μισητός)•лечь костьми – α) πέφτω στη μάχη. β) καταγίνομαι, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες•- ей не собрать – σπάζω (λιανίζω) τα κόκκαλα, κατακομματιάζω•с -и прочь ή долой – παλ. αφαιρουμένου, εκτός, έξω, πλην (για λογαριασμό)•построить ή воздвигнуть на -ях – αποκτώ με μεγάλες θυσίες.